ταχυπορία

ταχυπορία
η быстрая ходьба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταχυπορία" в других словарях:

  • ταχυπορία — η, Ν η ιδιότητα τού ταχύπορου, το να είναι κανείς ταχύπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»